σημάδι, το, ουσ. [<μσν. σημάδιν <μτγν. σημάδιον, υποκορ.
του αρχ. ουσ. σῆμα], το σημάδι. 1. αναγνωριστικό σύμβολο: «θα κρατάει
για σημάδι μια ομπρέλα στο χέρι του». 2. ιδιαίτερο σωματικό γνώρισμα:
«θα τον καταλάβεις αμέσως, γιατί έχει ένα σημάδι στο δεξί του μάγουλο». 3.
σκοπευτικός στόχος: «σε ποιο σημάδι θα ρίξουμε;». 4. ένδειξη, προμήνυμα,
οιωνός: «όλα τα σημάδια δείχνουν πως θα κερδίσουμε τις εκλογές || υπάρχουν
ανησυχητικά σημάδια για την οικονομία μας». 5. συμβολικό αντικείμενο που
χρησιμοποιεί αυτός που θέλει να κάνει μάγια σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: και
θα της πω τα βάσανα, αυτά πο ’χω τραβήξει και τα σημάδια της τρελής σε
μια φωτιά να ρίξει). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
αφήνω τα σημάδια μου (κάπου ή σε κάποιον), α. περνώντας από κάπου
αφήνω τα χνάρια μου ή διάφορα άλλα αναγνωριστικά σύμβολα ή έργα που πιστοποιούν
το πέρασμά μου: «ο Περικλής άφησε έντονα τα σημάδια του στην αρχαία Αθήνα || ο
Μέγας Αλέξανδρος άφησε τα σημάδια του σε όλη την Ασία». β. επηρεάζω
καθοριστικά κάποιον: «δεν υπάρχει γυναίκα στη γειτονιά στην οποία να μην άφησε
τα σημάδια του, όταν ήταν νέος». (Λαϊκό τραγούδι: στη διασταύρωση του δρόμου
αργοπεθαίνει τ’ όνειρό μου καθώς το βήμα του δεν το ακούω πια, αυτός που φεύγει
στα σκοτάδια, αφήνει πίσω του σημάδια και ματωμένη τη φτωχή μου την
καρδιά)·
-
βάζω σημάδι ή βάζω σημάδια, περνώντας από κάπου βάζω
αναγνωριστικά σημεία, σημαδεύω: «όπως προχωρούσε μέσα στο δάσος, έβαζε σημάδια
με το μαχαίρι του στους κορμούς των δέντρων, για να μπορέσει να γυρίσει πάλι
πίσω»·
-
βάζω σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), α. σκοπεύω
και ρίχνω με κάποιο επιθετικό όπλο σε κάποιον ή σε κάτι: «μόλις έστριψε απ’ τη
γωνία, τον βάλαμε στο σημάδι με τις πέτρες || μόλις φάνηκε ο λαγός, τον έβαλαν
όλοι στο σημάδι». (Τραγούδι: έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα
Σφακιά κι ο πατέρας του στον Άδη άκουσε την τουφεκιά).β.
επιδιώκω να βλάψω κάποιον: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, μ’ έχει
βάλει στο σημάδι και περιμένει να με πιάσει κάπου λάθος, για να με επιπλήξει». γ.
ξεχωρίζω, διαλέγω κάποιον ή κάτι, με σκοπό να το(ν) αποκτήσω: «απ’ τη μέρα που
γνώρισα αυτή τη γυναίκα, την έβαλα στο σημάδι || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’βαλα
στο σημάδι απ’ τη μέρα που κυκλοφόρησε στην αγορά»·
-
έχει κακό σημάδι, δεν είναι καλός σκοπευτής: «πρόσεχε να μη σου ’ρθει
καμιά αδέσποτη, γιατί ο τύπος δεν έχει καλό σημάδι»·
-
έχει καλό σημάδι, είναι καλός σκοπευτής: «βρίσκει το στόχο του με το
πρώτο, γιατί έχει καλό σημάδι»·
-
έχω σημάδι, είμαι δεινός σκοπευτής: «έχει τέτοιο σημάδι αυτός ο
άνθρωπος, που μπορεί να περάσει σφαίρα μέσα από δαχτυλίδι απ’ τα είκοσι μέτρα»·
-
κακά σημάδια ή κακό σημάδι, κακές ενδείξεις, κακό προμήνυμα,
κακός οιωνός: «όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, είναι κακά σημάδια
για την ειρήνη στη χώρα μας»·
-
καλά σημάδια ή καλό σημάδι, καλές ενδείξεις, καλό προμήνυμα,
καλός οιωνός: «η προσέγγιση των δυο κρατών είναι καλό σημάδι για την ειρήνη της
χώρας μας»·
-
μ’ έφαγαν τα σημάδια, σωστά πρόβλεψα, σωστά ερμήνευσα ορισμένες ενδείξεις
ότι θα με βρει κακό: «όλα έδειχναν πως θα ξεσπάσει κάποιο κακό σε βάρος μου και
να που μ’ έφαγαν τα σημάδια»·
-
ρίχνω στο σημάδι, σκοπεύω και ρίχνω στο στόχο μου, σκοπεύω και πυροβολώ:
«οι σκοπευτές σημάδεψαν προσεκτικά κι έριξαν στο σημάδι»·
-
σημάδια των καιρών, βλ. συνηθέστ. σημεία των καιρών, λ. σημείο·
-
το ρίχνω στο σημάδι, σκοπεύω και ρίχνω, συνήθως πέτρες, σε ένα στόχο,
ιδίως χωρίς λόγο: «επειδή δεν είχα τι να κάνω, βρήκα ένα κουτί μπίρας και το
’ριξα στο σημάδι, για να περάσει η ώρα μου»·
-
τον έχω στου κούκου το σημάδι, βλ. λ. κούκος.