αγάς,
ο, ουσ. [<τουρκ.
aga], τίτλος πολιτικού ή
στρατιωτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Λαϊκό τραγούδι: στη
Σμύρνη τα Χριστούγεννα σημαίνουν οι καμπάνες κι ο κόσμος πάει στην εκκλησιά κι
η Έλλη στους αγάδες)·
- ζει
σαν αγάς, ζει μέσα στην άνεση και στην καλοπέραση, χωρίς έγνοιες και
φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει σαν αγάς || κατάγεται από
πολύ πλούσια οικογένεια κι από μικρό παιδί ζει σαν αγάς»·
- θύμωσε
ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, λέγεται για κείνους που πάνω στο θυμό τους
προβαίνουν σε ακραίες ενέργειες με μη αναστρέψιμα αποτελέσματα: «τι κατάλαβε
που πάνω στο θυμό του χώρισε τη γυναίκα του; Θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια
του»·
- κάθεται
σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
- ο
αγάς δέρνει εμένα, κι εγώ δέρνω εσένα, αυτοί που υπομένουν από τους ισχυρότερούς τους
ξεσπούν με τη σειρά τους σε αυτούς που είναι πιο ασθενέστεροι, πιο αδύναμοι από
αυτούς: «έτσι είναι η ζωή, φίλε μου. Ο αγάς δέρνει εμένα, κι εγώ δέρνω εσένα
για να βγάλω τ’ απωθημένα μου»·
-
περνάει σαν αγάς ή
την περνάει σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
-
σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω, α. λέγεται για άβουλο και παθητικό άτομο απέναντι στις
εχθρικές προκλήσεις: «μην περιμένεις καμιά αντίδραση από μέρους του, γιατί
αυτός είναι σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω». β. λέγεται για άτομο που υποβάλλει
τον εαυτό του σε κάποιο μη υποχρεωτικό μαρτύριο, σε κάποια περιττή ταλαιπωρία
μόνο και μόνο για να εξιλεωθεί στα μάτια μας ή για να προκαλέσει τη συμπάθειά
μας: «κάθε φορά που πέφτει σε κάποιο παράπτωμα, μετά είναι σφάξε με αγά μ’ ν’
αγιάσω». γ. λέγεται για άτομο που επιδιώκει το μαρτύριο, την ταλαιπωρία
από κάποιον εχθρό μόνο και μόνο για να δοξαστεί: «πήγε κι έπεσε στα χέρια του
εχθρού με τη νοοτροπία σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω». Και στις τρεις περιπτώσεις η
έκφραση λέγεται με μια δόση ειρωνείας·
- τη
βγάζει σαν αγάς, βλ. φρ. ζει σαν αγάς·
-
φέρομαι σαν αγάς, είμαι
σκληρός, δεσποτικός, αλαζόνας: «με το να φέρεσαι σαν αγάς, έχασες όλους τους
φίλους σου».