σετ, το, άκλ.
ουσ. [<αγγλ. set], σύνολο ομοειδών πραγμάτων τα
οποία πάνε, πουλιούνται μαζί, γιατί σε χρήση ή εμφάνιση αποτελούν ένα σύνολο:
«αγόρασα ένα σετ μαχαιροπίρουνα || της πήρα για το γάμο της ένα σετ
τραπεζομάντιλα». Υποκορ. σετάκι, το·
- πάει σετ, (για πράγματα), αποτελεί ένα ομοειδές σύνολο με
κάποιο άλλο ή άλλα και για το λόγο αυτό πάει, πουλιέται μαζί: «δεν πουλιέται
μοναχό του αυτό το δαχτυλίδι, γιατί πάει σετ μ’ αυτό το βραχιόλι και μ’ αυτά τα
σκουλαρίκια». Συνών. πάει πακέτο·
-
πάμε σετ, (για πρόσωπα) είμαστε πάντοτε μαζί, δε χωρίζουμε: «απ’ τη μέρα
που γνωριστήκαμε εμείς οι δυο, πάμε σετ». Συνών. πάμε πακέτο.