σέρνω κ.
σύρω κ. σούρνω, ρ. [<μσν. σέρνω, <σύρνω <αρχ. σύρω], σέρνω.
1. σκουπίζω, σαρώνω: «κοίτα τι έσυρε η σκούπα!». 2. επιθυμώ,
λαχταρώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ: «σέρνω γι’ αυτή τη γυναίκα || σέρνω να πάω
σήμερα το βράδυ στα μπουζούκια || σέρνω να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». 3.
κουβαλώ μαζί μου κάποιον υποχρεώνοντάς τον ή υποβάλλοντάς τον συνήθως σε
ταλαιπωρία: «τι το σέρνεις μικρό παιδί στα μπουζούκια;». (Λαϊκό τραγούδι: με
σέρνεις,με σέρνεις, με παρασέρνεις, με σέρνεις, με σέρνεις στο
πουθενά). 4. οδηγώ κάποιον κάπου παρά τη θέλησή του, τον οδηγώ βίαια
κάπου: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί και τον
έσυραν στο αστυνομικό τμήμα ». (Λαϊκό τραγούδι: να πα να πεις στους φίλους
μου να μη με καρτεράνε, με σέρνουν χωροφύλακες, για τη στενή με πάνε).
5. ασκώ επιρροή, κυριαρχώ πάνω στη βούληση κάποιου ή κάποιων: «όλοι οι
πολιτικοί του κάνουν τα χατίρια, γιατί σέρνει πολύ κόσμο πίσω του». 6.
βρίζω, κακολογώ κάποιον με τα χειρότερα λόγια: «όταν είναι στα νεύρα του,
ψάχνει ευκαιρία για να στα σύρει». 7. παρασέρνω, οδηγώ κάποιον στην
εξαθλίωση: «ποιος σ’ έσυρε σ’ αυτήν την κατάσταση; || αν είναι να μας σύρεις
πάλι σε τίποτα καταγώγια, καλύτερα να μείνουμε σπίτι». 8. τραβώ πολύ σε
μάκρος: «έχει πάρει τη δουλειά εδώ και τόσον καιρό και την σέρνει χωρίς λόγο ||
όταν μιλάει, σέρνει τη φωνή του και κάνει μισή ώρα να τελειώσει τη φράση του». 9.
(για γυναίκες) ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών και, κατ’
επέκταση, είναι πόρνη, πουτάνα: «άφησε την τάδε που ήταν κορίτσι από σπίτι και
πήγε και τα ’φκιαξε μ’ αυτή, που σέρνει με τον καθένα». 10. (για ζώα)
είναι σε περίοδο οργασμού: «μη φέρεις το σκύλο σου στο εξοχικό μας, γιατί η
σκύλα μας σέρνει και δε θέλουμε άλλα κουταβάκια». 11. στην προστακτ. σύρε
και σύρτε, πήγαινε, πηγαίνετε: «σύρε να μου πάρεις ένα πακέτο
τσιγάρα || σύρτε στο καλό, χωρίς φωνές και φασαρία». (Δημοτικό τραγούδι: δεν
μπορώ, μανούλα μ’, δεν μπορώ, σύρε να μου φέρεις το γιατρό).
(Ακολουθούν 31 φρ.)·
-
ανάθεμά το το μουνί πόσα κακά που σέρνει, βλ. λ. μουνί·
-
δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
-
είμαι στο σύρε κι έλα, πηγαινοέρχομαι συνέχεια κάπου ή σε κάποιον, για
να προωθήσω ή να τακτοποιήσω κάποια υπόθεσή μου που εκκρεμεί: «τον τελευταίο
καιρό είμαι στο σύρε κι έλα στην Πολεοδομία, για να πάρω μια άδεια να χτίσω ένα
σπίτι || είμαι στο σύρε κι έλα, για να πείσω κάποιον τύπο ν’ αποσύρει τη
μήνυση, που έκανε στο φίλο μου»·
-
εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
-
όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. λ. τρίχα·
-
σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
-
σέρνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
-
σέρνω τα βήματά μου, βλ. λ. βήμα·
-
σέρνω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
-
σέρνω το χορό, βλ. λ. χορός·
-
σέρνω μαζί μου (κάποιον), έχω μαζί μου κάποιον, ιδίως χωρίς τη θέλησή του:
«όταν πάω στα μπουζούκια, σέρνω μαζί μου και το φίλο μου, που είναι παλαιστής,
για να μπορώ να κάνω ό,τι μου κατέβει χωρίς να φοβάμαι»·
-
σέρνω μαζί μου (κάτι), έχω πάντα μαζί μου κάτι: «όπου κι αν πάω, σέρνω
μαζί μου και το δίκοπο μαχαίρι μου»·
-
σέρνω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
-
σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, βλ. λ. νονός·
-
σύρε στο καλό! βλ. λ. καλός·
-
τα σέρνει η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σέρνει, βλ. λ. τρίχα·
-
τα σύρε κι έλα ή το σύρε κι έλα, βλ. λ. έλα·
-
τι σου σέρνω! πόσα σου έχω φυλαγμένα για να σου τα ψάλλω όλα μαζί(!):
«αν ήξερες το τι σου σέρνω, θα ήσουν πολύ προσεκτικός μαζί μου!»·
-
το βρακί σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
-
το μουνί σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
-
το τι σου σέρνει δε λέγεται! δεν υπάρχουν λόγια για να σου πω το πόσο
πολύ σε βρίζει, το πόσο πολύ σε κακολογεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος:
«εσύ τον θεωρείς ακόμα φίλο σου, αλλά αυτός το τι σου σέρνει δε λέγεται!»·
-
τον έχω στο σύρε κι έλα, βλ. λ. έλα·
-
τον σέρνει απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
-
τον σέρνω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
-
του σέρνει όσα σέρνει η σκούπα ή του σούρνει όσα σούρνει η σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
-
του ’συρε και των γονέων! βλ. λ. γονιός·
-
του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο·
-
του ’συρε τα εξ αμάξης, βλ. λ. άμαξα·
-
του τα σέρνω, τον βρίζω, τον επιπλήττω άγρια: «επειδή άργησε πάλι να
’ρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του κι αυτή την ώρα του
τα σέρνει»·
-
τρίχα μουνιού σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
-
φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι.