απών,
-ούσα, -όν, επίθ.
[<αρχ. ἀπών], απών. 1. που απουσιάζει από κάπου: «ήταν απών στο
πρωινό προσκλητήριο». (Λαϊκό τραγούδι: απών στην αγγαρεία,
παρών στο φαγητό, μηδέν στη θεωρία και χρόνια στον στρατό). 2.δίνεται
ως απάντηση από τους παρευρισκομένους ή από κάποιον υπεύθυνο σε προφορική
ονομαστική πρόσκληση: «Αντώνης Μπίρδης. -Απών!»·
- ο
μεγάλος απών, α. λέγεται στην περίπτωση που από κάποια επίσημη
εκδήλωση απουσιάζει κάποιο σημαντικό πρόσωπο: «στη δεξίωση που έδωσε ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον τόπο μας, ο μεγάλος
απών ήταν ο πρωθυπουργός, γιατί έπαιρνε μέρος στη σύνοδο των ευρωπαίων
πρωθυπουργών στο Παρίσι». β. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) λέγεται στην
περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε την αδικαιολόγητη απουσία κάποιου από έναν
κοινό αγώνα: «ο τάδε υπήρξε ο μεγάλος απών απ’ όλους τους δημοκρατικούς
αγώνες».