σερί, το, άκλ.
ουσ. [<γαλλ. serie (= σειρά)]. 1. καθετί που επαναλαμβάνεται διαδοχικά
με επιτυχία: «το σερί μου στο μπιλιάρδο είναι σαράντα καραμπόλες». 2. ως
επίρρ., διαδοχικά, συνέχεια, στη σειρά: «πήρα σερί τα ξενυχτάδικα για να σε
βρω». (Λαϊκό τραγούδι: στου Μπελαμή το ουζερί τα ούζα έπινε σερί το
παλικάρι το χλωμό, το πικραμένο)·
-
έχω σερί δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
πάει σερί η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
πάει σερί το πράμα, α. η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση
συνεχίζεται να εξελίσσεται με τον ίδιο σταθερό τρόπο: «πουλάμε συνέχεια
εμπόρευμα και πάει σερί το πράμα». β. (γενικά για καλό ή για κακό)
εξακολουθεί να εξελίσσεται: «όταν μάθει κανείς να διαβάζει από μικρός, πάει
σερί το πράμα || απ’ τον καιρό που άρχισε να πίνει, κάθε βράδυ γυρίζει
μεθυσμένος στο σπίτι του και, δυστυχώς, πάει σερί το πράμα»·
-
παίρνω (στο) σερί, α. παίρνω με τη σειρά, κάνω κάτι διαδοχικά,
ακολουθώντας τη σωστή σειρά τους: «κάθε φορά που θέλω να τον βρω, παίρνω σερί
τα μπαράκια || άμα τα πάρεις σερί τα πράγματα, θα καταλάβεις τι εννοώ». β.
μονοπωλώ την προσοχή κάποιου, μιλώ χωρίς να αφήνω στο συνομιλητή μου τη
δυνατότητα να απαντήσει ή να αντιδράσει: «μ’ είχε πάρει στο σερί μια ώρα να μου
εξηγεί πώς έγιναν τα πράγματα, και δε μ’ άφηνε να φύγω».