σεντόνι, το, ουσ. [<μτγν. σινδόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ.
σινδών], το σεντόνι· κείμενο μεγάλης έκτασης δημοσιευμένο σε εφημερίδα ή
περιοδικό: «βαρέθηκα να διαβάσω όλη την ανακοίνωση, γιατί ήταν ολόκληρο
σεντόνι»·
-
απλώνω σεντόνι, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) προκρίνομαι να αγωνιστώ στο
τσάμπιον λιγκ: «εσείς πάτε για υποβάθμιση και η ομάδα μας απλώνει σεντόνι»·
-
διπλό σεντόνι, αυτό με το οποίο μπορούν να σκεπαστούν δυο άτομα: «στο
ζευγάρι που θα κοιμόταν μαζί, έδωσε διπλό σεντόνι»·
-
έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) βλ. λ. αίμα·
-
μονό σεντόνι, αυτό με το οποίο σκεπάζεται μόνο ένα άτομο: «επειδή θα
κοιμόταν μονάχος, του ’δωσε μονό σεντόνι»·
- παθαίνω σεντόνι, (στη γλώσσα του θεάτρου για
ηθοποιούς) ξεχνώ τα λόγια μου: «θα πρέπει να μην είναι καλά ψυχολογικά, γιατί είναι
η τρίτη φορά αυτό το μήνα που παθαίνει σεντόνι»·
- τινάζω το σεντόνι, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) ξεκινώ
τις υποχρεώσεις μου στο τσάμπιον λιγκ με νίκη: «οπαδοί και φίλαθλοι είναι
κατενθουσιασμένοι, γιατί η ομάδα τους από το πρώτο της παιχνίδι τίναξε το
σεντόνι».