σελήνη, η, ουσ.
[<αρχ. σελήνη], η σελήνη·
-
έπεσε απ’ τη σελήνη, είναι εκτός πραγματικότητας: «καλά, απ’ τη σελήνη
έπεσε ο φίλος σου και δεν ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να κάνει φορολογική
δήλωση;»·
-
ζει στη σελήνη, βλ. φρ. ζει στο φεγγάρι, λ. φεγγάρι·
-
η αθέατη πλευρά της σελήνης, η άγνωστη πλευρά μιας κατάστασης ή υπόθεσης:
«όλ’ αυτά που μου λες τα γνωρίζω κι αν θες να ξέρεις αυτό που μ’ ενδιαφέρει
είναι η αθέατη πλευρά της σελήνης»·
-
σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας.