σεκεμέ, [<τουρκ.
sekme (= αναπήδηση, εξοστρακισμός)], ιδίως εύχρ. στις φράσεις·
- σεκεμέ βουρντουβαρά [<τουρκ. sekme vurduvar], βλ. φρ. σεκεμέ καντάρ·
- σεκεμέ και πάνω τούρλα ή σεκεμέ κι απάνω τούρλα, βλ.
φρ. σεκεμέ καντάρ·
- σεκεμέ καντάρ [<τουρκ. sekme kantar], δε με νοιάζει, δε με
ενδιαφέρει καθόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν έρθει και ο τάδε στη συγκέντρωση, θα
πάρω τους δικούς μου και θα φύγω. -Σεκεμέ καντάρ».