σεισμός, ο, ουσ. [<αρχ. σεισμός], ο σεισμός· καθετί που
προξενεί έντονη εντύπωση, αναστάτωση, αντίδραση ή αναταραχή. (Τραγούδι: είσαι
παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για για για, στόμα, χαμόγελο,
κορμί, γραμμή, α για για για)·
-
έγινε σεισμός, α. προκλήθηκε πολύς θόρυβος από την παρουσία
αμέτρητου πλήθους ανθρώπων: «μόλις βγήκε ο αρχηγός του κόμματος στο μπαλκόνι,
έγινε σεισμός». β. προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, αντίδραση ή αναταραχή,
σχολιάστηκε έντονα και αρνητικά: «μόλις εξήγγειλε τα νέα οικονομικά μέτρα ο
υπουργός, έγινε σεισμός στις παραγωγικές τάξεις, γιατί θίγονταν άμεσα τα
συμφέροντά τους»·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή
ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, η
δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέτοιο αδιέξοδο, σε τέτοια
στασιμότητα, που μόνο κάτι ανέλπιστο ή ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει: «όπως
έχουν μπλέξει τα πράγματα ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει». Από το ότι μετά από
ένα σεισμό αναστέλλονται προσωρινά πολλές υποχρεώσεις των πολιτών προς το
κράτος ή δίνονται από αυτό διάφορα βοηθήματα στους σεισμόπληκτους. Ο πλ. και
όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. ένα θαύμα μόνο θα μας
σώσει ή ένα θαύμα μας σώνει / μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια
βροχή μόνο μας σώνει.