σβούρα, η, ουσ.
[ηχοποίητη λ. από τον ήχο σβουρρρ], η σβούρα· στον πλ. οι σβούρες, παιδικό
παιχνίδι που παιζόταν με σβούρες: «τα παιδιά ήταν μαζεμένα στην αλάνα κι
έπαιζαν σβούρες». Το παιχνίδι αυτό έχει εκλείψει από καιρό. Υποκορ. σβουράκι,
το·
- γυρίζει σαν σβούρα ή γυρίζει σαν τη σβούρα,
βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι του ή
γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, βλ. φρ. στριφογυρίζει σαν σβούρα
στο κρεβάτι του·
- κινείται σαν σβούρα ή κινείται σαν τη σβούρα, είναι
πολύ ευκίνητος, πολύ σβέλτος στις κινήσεις του: «δεν μπορείς να τον πιάσεις
εύκολα, γιατί κινείται σαν σβούρα». Από παρομοίωση του ατόμου που κινείται πολύ
γρήγορα, με τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία περιστρέφεται η σβούρα·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα,
α. είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή στη θέση του κι
όλη την ώρα στριφογυρίζει σαν σβούρα». Από την εικόνα της σβούρας, που
περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα πάνω στην ακιδωτή κορυφή της, όταν της δοθεί η
κατάλληλη ώθηση με το χέρι. β. είναι πολύ ανήσυχος: «άργησαν να
επιστρέψουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή και στριφογυρίζει σαν τη σβούρα απ’
την αγωνία του». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή αγωνιά, δεν μπορεί να
μείνει για πολύ σε μια θέση και κινείται συνεχώς, πράγμα που παρομοιάζεται με
την περιστροφή της σβούρας·
-
στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα
στο κρεβάτι, στριφογυρίζει στο κρεβάτι του ανήσυχα, χωρίς να μπορεί να
κοιμηθεί είτε λόγω αϋπνίας είτε λόγω πολλών προβλημάτων: «όλη τη νύχτα
στριφογύριζε σαν τη σβούρα στο κρεβάτι του, γιατί δεν είχε λεφτά να καλύψει την
αυριανή επιταγή του».