σβάρνα, η, ουσ.
[<μσν. σβάρνα <σλαβ. barna, με ανάπτυξη προθετ. σ], γεωργικό εργαλείο,
που σέρνεται από υποζύγιο και χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και το
ίσιωμα φρεσκοοργωμένου χωραφιού: «μετά το όργωμα άρχισε με τη σβάρνα να σπάζει
τους σβόλους και να ισιώνει το χώμα στο χωράφι του»·
-
παίρνω σβάρνα, α. παρασέρνω και ανατρέπω ό,τι βρίσκεται στο
πέρασμά μου: «όπως έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο, πήρε σβάρνα όλες τις
καρέκλες του ζαχαροπλαστείου που βρίσκονταν πάνω στο πεζοδρόμιο». β. επισκέπτομαι
διαδοχικά, παίρνω με τη σειρά όλα τα γνωστά μου στέκια για να βρω κάποιον ή
κάτι: «πήρα σβάρνα όλα τα μπαράκια του κέντρου για να σε βρω || πήρα σβάρνα όλα
τα ειδικά μαγαζιά για να βρω αυτό το ανταλλακτικό». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου
ζητάς να φύγω μες στα μεσάνυχτα, να πάρω πάλι σβάρνα τα ξενυχτάδικα).
Συνών. παίρνω αμπάριζα (β, γ) / παίρνω μπάλα·
-
τον παίρνω σβάρνα, α. τον παρασέρνω στο πέρασμά μου και τον
ανατρέπω και, κατ’ επέκταση, τον κυνηγώ, τον καταδιώκω, τον νικώ, τον κατανικώ:
«μόλις αγρίεψε, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και τον πήρε σβάρνα, μέχρι να πεις
κύμινο». β. του επιτίθεμαι με λόγια επιπλήττοντάς τον αυστηρά: «μόλις
τον είδε ο διευθυντής του να τεμπελιάζει, τον πήρε σβάρνα κι ακούστηκαν οι
φωνές του σ’ όλο το εργοστάσιο». γ. μιλάω ακατάπαυστα σε κάποιον, δεν
τον αφήνω να αρθρώσει λέξη, μονοπωλώ το χρόνο του: «με πήρε σβάρνα με τα προβλήματά
του, που στο τέλος τον λυπήθηκα και του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε».
Συνών. τον παίρνω αμπάριζα·
-
τους παίρνω σβάρνα, α. διασκορπίζω έναν όμιλο ανθρώπων, τους
διαλύω: «αν και ήταν ένας εναντίον πέντε, τους πήρε σβάρνα κι εμείς μείναμε με
το στόμα ανοιχτό!». β. κουτσομπολεύω έναν έναν όλους τους γνωστούς του
κύκλου μου: «κάθε φορά που θ’ ανοίξει το στόμα του, τους παίρνει όλους σβάρνα
και βγάζει τ’ άπλυτά τους στη φόρα». γ. επισκέπτομαι κάποιους διαδοχικά,
ζητώντας ή επιδιώκοντας κάτι: «τους πήρα σβάρνα όλους, μήπως και είχαν ακούσει
τίποτα για καμιά δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πούστης τον πούστη αγαπά,
πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα).
Συνών. τους παίρνω αμπάριζα.