σατανάς, ο, ουσ. [<μτγν. Σατανᾶς <εβρ. Satan (= ο διάβολος
κατά την Κ. Διαθήκη)]. 1. άνθρωπος πανούργος, που φέρεται με ύπουλο
τρόπο και με σκοπό να βλάψει, που διαβάλλει, συκοφαντεί, γενικά που είναι η
προσωποποίηση της κακίας: «πρόσεχε αυτόν το σατανά που κάνεις παρέα, γιατί δεν
ξέρεις πότε θα στη φέρει». (Λαϊκό τραγούδι: και η θλιμμένη σου ματιά μου ’χε
ραΐσει την καρδιά δε φαντάστηκα πως ήσουν σατανάς!). Από το ότι ο
Σατανάς εκπροσωπεί τις διαβολικές, τις δαιμονικές δυνάμεις. 2. πολύ
ζωηρό και σκανταλιάρικο μικρό παιδί: «η κόρη του είναι ένα ήσυχο παιδάκι, αλλά
ο γιος του είναι σκέτος σατανάς». 3. στον πλ. οι σατανάδες, (γενικά)
οι δαίμονες, οι διάβολοι: «κάποτε θα ’ρθει ο καιρός που οι σατανάδες θα
κυριαρχήσουν στη γη. (Λαϊκό τραγούδι: με μπουζούκια μπαγλαμάδες τρέλαναν
τους σατανάδες κι απ’ το γλέντι ζαλισμένοι χόρευαν κι οι κολασμένοι)·
-
είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. είναι διάβολος στη
δουλειά του, λ. δουλειά·
-
έχει το σατανά μέσα του, βλ. φρ. έχει το διάβολο μέσα του, λ.
διάβολος·
-
πίσω μου σ’ έχω σατανά! έκφραση με την οποία προσπαθούμε να αποτρέψουμε
τον εαυτό μας να ανταποκριθεί στην ερωτική πρόκληση ή συμπεριφορά μιας γυναίκας
ή να μη λάβουμε υπόψη μας τη συμπεριφορά ή τη στάση κάποιου που είναι σαν να
επιδιώκει να του κάνουμε κακό ή να τον εκμεταλλευτούμε, πράγμα για το οποίο, βέβαια,
δεν έχουμε τη διάθεση ή την πρόθεση, τουλάχιστον προς το παρόν. Αναφορά στη φρ.
του Χριστού προς τον Πέτρο. Πρβλ.: ὁ δέ στραφείς εἶπε τῷ Πέτρω· ὕπαγε ὀπίσω
μου, Σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων.
(Ματθ. ιστ΄ 23).