σαρίκι, το, ουσ. [<τουρκ. sarik <ελλ. καισαρίκιον]. 1. λεπτό
λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι τους. (Λαϊκό
τραγούδι: όλος ασικλίκι κουνάει το σαρίκι ο μαχαραγιάς). 2.
επίδεσμος γύρω από το κεφάλι κάποιου, που επικαλύπτει κάποιο τραύμα του: «έφαγε
μια πέτρα στο κεφάλι κι όταν βγήκε απ’ των Πρώτων Βοηθειών, είχε ένα σαρίκι στο
κεφάλι». Από την ομοιότητα της λευκής γάζας με το λεπτό άσπρο ύφασμα που
τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι μουσουλμάνοι ιερείς ή οι αξιωματούχοι·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, λέγεται για άτομο που ξεφτιλίστηκε
λόγω ανάρμοστης, γελοίας συμπεριφοράς: «τον έβαλα στα σαλόνια για να δει πώς
ζει ο καλός ο κόσμος, αλλά αυτός έβαλε το βρακί, σαρίκι κι έγινε ρεζίλι των
σκυλιών».