σαράντα, άκλ.
απόλ. αριθμητ. [<μσν. σαράντα <σαράκοντα <αρχ. τεσσαράκοντα, με
αποκοπή της συλλαβής τε- που εκλαμβανόταν ως τες σαράκοντα, δηλ. ως θηλ. άρθρο
αιτιατ. πλ., και με αποκοπή της συλλαβής -κο-], σαράντα. 1. το 40ό έτος
της ηλικίας: (Τραγούδι: τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα,
τι θα πει αν είναι λίγα ή πολλά, η καρδιά έχει στον άνθρωπο αξία και κερδίζει
αυτός που ξέρει ν’ αγαπά). 2. ως άκλ. ουσ. το Σαράντα, το
έπος του 1940 στα βουνά της Αλβανίας: «οι μαχητές του Σαράντα δόξασαν την
Ελλάδα». 3. ως άκλ. ουσ. τα σαράντα, το μνημόσυνο που γίνεται
σαράντα μέρες μετά την κηδεία: «την Κυριακή έχουμε τα σαράντα του πατέρα μου»·
-
και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, βλ. λ.μυρμήγκι·
-
καλά σαράντα! α. ευχή σε λεχώνα να σαραντίσει (βλ. λ.). β.
λέγεται σε περιπτώσεις που είναι προδιαγεγραμμένη η αποτυχία ενός εγχειρήματος,
ιδίως λόγω αργοπορίας: «μέχρι ν’ αποφασίσει να μου δώσει αυτός τα δανεικά, καλά
σαράντα, γιατί θα ’χω ήδη χρεοκοπήσει!»·
-
μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
-
με πιάνει σαράντα πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
-
πατώ τα σαράντα, γίνομαι σαράντα χρονών. (Τραγούδι: σαν πατήσεις κάποια
μέρα τα σαράντα,στης ζωής το περιθώριο να μη μπεις, μη σε νοιάζει
και θα είσαι νέος πάντα και πως γέρασες ποτέ σου να μην πεις)·
-
πέρασα απ’ τα σαράντα κύματα, βλ. λ. κύμα·
-
σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι.