σαπουνάδα, η, ουσ. [<σαπούνι + κατάλ. -άδα], η σαπουνάδα·
-
του περνώ μια σαπουνάδα, τον επιπλήττω αυστηρά: «επειδή άργησε το πρωί
στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του πέρασε μια
σαπουνάδα». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει πολύ άσχημα, όταν κατά τη
διάρκεια του λουσίματός του μπει σαπουνάδα στα μάτια του.