σάντουιτς, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. sandwich, από το όνομα του κόμη
Sandwich, που συνήθιζε να τρώει αυτό το είδος της τροφής για να μη σηκώνεται
από το τραπέζι της χαρτοπαιξίας], το σάντουιτς· η σεξουαλική πράξη που
επιβάλλουν ταυτόχρονα δυο άντρες σε μια γυναίκα, που την έχουν ανάμεσά τους:
«είναι τόσο φίλοι που, αν τους πέσει καμιά γυναίκα, την παίρνουν πάντα
σάντουιτς». Από την εικόνα του σάντουιτς, όπου ανάμεσα σε δυο λεπτές φέτες
ψωμιού με τις οποίες παρομοιάζουμε τους δυο άντρες, συμπιέζουμε διάφορες τροφές
(τυρί, ζαμπόν, ντομάτα, σαλάτες) που τα παρομοιάζουμε με τη γυναίκα. Ισχύει και
για γυναίκες. Υποκορ. σαντουιτσάκι, το. Μεγεθ. σαντουιτσάρα, η·
-
γίναμε σάντουιτς, στριμωχτήκαμε, συμπιεστήκαμε ασφυκτικά πολλά άτομα,
ιδίως σε κλειστό και δυσανάλογο για το πλήθος χώρο: «μπήκε τόσος κόσμος μέσα
στην αίθουσα, που στο τέλος γίναμε όλοι σάντουιτς || σε κάθε στάση ανέβαιναν
νέοι επιβάτες στο λεωφορείο, ώσπου στο τέλος γίναμε σάντουιτς». Από την εικόνα
των τροφών που είναι συμπιεσμένες ανάμεσα σε δυο λεπτές φέτες ψωμιού. Συνών. γίναμε
πίτα / γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες.