σανός, ο κ.
σανό, το, ουσ. [<σλαβ. seno], ο σανός. 1. το άνοστο φαγητό: «μας
τάισε ένα φαγητό, που ήταν σκέτο σανό κι έπρεπε να της πούμε κι ευχαριστώ από
πάνω». Από το ότι ο σανός, σαν άχυρο ή άλλο ξερό χόρτο που είναι και που
δίνεται ως τροφή των υποζυγίων, δεν έχει καθόλου ευχάριστη γεύση. 2.
(στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «αν σου λείπει σήμερα ο σανός,
είσαι άνθρωπος χωρίς καμιά αξία». 3. το ενέχυρο, το αμανάτι (βλ. λ.)·
- αφήνω σανό, βλ. φρ. βάζω σανό·
- βάζω σανό, βλ. συνηθέστ. βάζω αμανάτι, λ. αμανάτι·
-
δε μασάω σανό ή δε μασάμε σανό, βλ. συνηθέστ. δεν τρώω σανό·
-
δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν
είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «εμένα μη μου λες τέτοιες ανοησίες, γιατί δεν
τρώω σανό». Από την εικόνα της αγελάδας που, όταν τρώει σανό, έχει τέτοια
ηρεμία και νηφαλιότητα, που σου δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει τίποτα
από όσα συμβαίνουν γύρω της. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο·
-
μασάει σανό, βλ. συνηθέστ. τρώει σανό·
-
τρώει σανό, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας:
«αφού τρώει σανό, όλοι θα τον ξεγελούν και θα τον κοροϊδεύουν». Για συνών. βλ.
φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.