σαμπρέλα, η, ουσ. [<γαλλ. chambre à air], η σαμπρέλα· το
εσωτερικό μέρος της μπάλας ποδοσφαίρου: «σούταρε με τέτοια δύναμη την μπάλα
πάνω στα σύρματα, που ξεσκίστηκε η σαμπρέλα της»·
-
θα σε ξεφουσκώσω σαν σαμπρέλα, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως
θα τον δείρουμε πολύ άγρια: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε ξεφουσκώσω
σαν σαμπρέλα»·
-
ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, α. έχασε όλη την έπαρση που είχε: «μόλις
τον ξεμπρόστιασε ο άλλος λέγοντας πως κι αυτός είχε υπογράψει το χαρτί για την
απόλυση μέρους των εργατών, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα». β. αποδείχτηκε
άνθρωπος κενός, άδειος: «μας έκανε τον μορφωμένο, αλλά, μόλις άρχισαν να τον
ρωτούν διάφορα πράγματα, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα, γιατί δεν ήξερε τίποτα». γ.
έχασε την παλιά του αίγλη, τη φήμη που είχε, πέρασε η μόδα του: «μόλις βγήκαν
τα φιντανάκια στη δισκογραφία και κάνανε σουξέ, ξεφούσκωσε σαν σαμπρέλα ο τάδε
και δουλεύει τώρα σε κάτι σκυλάδικα της Εθνικής οδού»·
-
την κάνω σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά μου), τρώω υπερβολικά: «δεν μπορώ να
βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου, γιατί την έκανα σαμπρέλα». Από την εικόνα της
φουσκωμένης σαμπρέλας·
-
της την έκανα σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά της), την άφησα έγκυο:
«τώρα που της την έκανες σαμπρέλα, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους
δικούς της»·
-
τον κάνω σαμπρέλα, τον δέρνω πολύ άγρια, τον πρήζω στο ξύλο: «κάποια
στιγμή δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή, τον άρπαξε στα χέρια του και τον
έκανε σαμπρέλα».