σάμπα, η, ουσ.
[<πορτογαλ. sampa], είδος λαϊκού βραζιλιάνικου χορού: «κατά τη διάρκεια του
καρναβαλιού όλοι οι Βραζιλιάνοι ξημεροβραδιάζονται χορεύοντας σάμπα»·
- θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει
σάμπα, θα τον βασανίσω, θα τον ταλαιπωρήσω, θα τον δείρω άγρια: «να του
πεις πως, αν δε μου φέρει μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάει, θα τον κάνω να
χορέψει σάμπα». Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να
χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει
καρσιλαμά / θα τον χορέψει τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο / θα
τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- τον χόρεψε σάμπα, του δημιούργησε μεγάλα
προβλήματα, τον ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του
χρωστούσε, τον χόρεψε σάμπα». Από την εικόνα του χορευτή, που πηγαίνει συνέχεια
μπρος πίσω, κουνώντας ασταμάτητα τους γοφούς του, κινήσεις που χαρακτηρίζουν τη
σάμπα και που είναι αρκετά κουραστικές. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον
χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε τσάρλεστον.