σάλτο, το κ.
σάλτος, ο, ουσ. [<ιταλ. salto]. 1. άλμα, πήδημα: «μόλις πλησίασε
τ’ αυτοκίνητο, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην καρότσα». 2. επικίνδυνο
εμπορικό άνοιγμα: «η κατάσταση σήμερα είναι πολύ δύσκολη, γι’ αυτό δεν είναι
για σάλτα». 3. (γενικά) κάθε παράτολμη, κάθε ριψοκίνδυνη ενέργεια:
«άφησε τα σάλτα για τους άλλους κι εσύ κοίτα να ενεργείς συνετά». 4. (στη
γλώσσα της αργκό) παράνομη δραστηριότητα: «ένα τελευταίο σάλτο σχεδιάζει να
κάνει και μετά θ’ αποσυρθεί»·
-
δίνω ένα σάλτο, πηδώ: «έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε δίπλα του || έδωσε
ένα σάλτο κι ανέβηκε στην καρότσα τ’ αυτοκινήτου»·
-
κάνω ένα σάλτο, α. πηδώ: «μόλις τον είδε, έκανε ένα σάλτο και τον
άρπαξε απ’ το γιακά || μόλις που πρόλαβε να κάνει ένα σάλτο και ν’ ανέβει στο
τραμ που ξεκινούσε». β. κλέβω εισβάλλοντας αιφνιδιαστικά: «περιμένει το
καλοκαίρι, που θα φύγει ο κόσμος στις διακοπές του, για να κάνει κανένα σάλτο».
Εδώ η ερμηνεία της κλοπής έλκει από τον τρόπο κλοπής του σαλταδόρου και στο
μυαλό μας πρέπει να έρθει η σκέψη πως ο κλέφτης δε θα επιχειρήσει να κλέψει
ισόγειο διαμέρισμα·
-
κάνω το μεγάλο σάλτο, ενεργώ πολύ παράτολμα, πολύ ριψοκίνδυνα, ιδίως
εμπορικά: «όσο δύσκολοι κι αν είναι οι καιροί, εγώ αποφάσισα να κάνω το μεγάλο
σάλτο και θ’ ανοίξω ένα σούπερ μάρκετ»·
-
κάνω σάλτο μορτάλε, πραγματοποιώ πήδημα θανάτου και, κατ’ επέκταση,
πραγματοποιώ πάρα πολύ παράτολμο, πάρα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα: «η δουλειά
θέλει μεγάλη προσοχή, γι’ αυτό δεν πρέπει να κάνεις κανένα σάλτο μορτάλε·
-
κάνω το σάλτο μου, (γενικά) ενεργώ παράτολμα, ριψοκίνδυνα: «αν με
βοηθήσεις θα κάνω το σάλτο μου». (Τραγούδι: δώσ’ τα όλα, φιλάρα, κι εγώ θα
κάνω το σάλτο μου, σταμάτα όμως πια να τρως απ’ το πιάτο μου)·
-
σάλτο μορτάλε, ακροβατικό πήδημα θανάτου και, κατ’ επέκταση, πάρα πολύ
παράτολμο, πάρα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα: «δε θ’ ανεχτώ άλλο σάλτο μορτάλε
στη δουλειά σου, γιατί, αν το επιχειρήσεις ξανά, θα σου κόψω κάθε
χρηματοδότηση»·
-
σάλτο στο κενό, βλ. φρ. πήδημα στο κενό, λ. πήδημα.