σάλιο, το, ουσ.
[<μσν. σάλιο <σπάν. σιάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σίαλον με αποβολή του
ι], το σάλιο. 1. ως επιφών. σάλιο! καθόλου, τίποτα: «υπάρχει
κανένα φράγκο για να φάμε από ένα σάντουιτς; -Σάλιο!». 2α. στον πλ. τα
σάλια, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες:
«άσε τα σάλια και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Συνών. κουραφέξαλα
(1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές
(β) / πίπες (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες (1). β. ως επιφών. σάλια!
έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε.
-Σάλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία
και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια
πέθανε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που
του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε χτες βράδυ ο
τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. σαλάκι, το. (Ακολουθούν 26
φρ.)·
-
γαμήσι χωρίς σάλιο βλ. λ. γαμήσι·
- δεν άφησε σάλιο, (για χρήματα ή περιουσία)
σπατάλησε ολοκληρωτικά: «του άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία, αλλά
απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά, δεν άφησε σάλιο». Συνών. δεν άφησε
άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν
άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
-
δεν έμεινε σάλιο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε
ολοκληρωτικά: «οι κακές παρέες ήταν η αιτία που απ’ την ατράνταχτη περιουσία
του πατέρα του δεν έμεινε σάλιο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε,
πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «έφερα δέκα τόνους μπανάνες και μέσα σε δυο μέρες
δεν έμεινε σάλιο». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο /
δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σπυρί
/ δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα·
-
δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω καθόλου χρήματα, ξέμεινα εντελώς: «πώς να σου
δώσω δανεικά, αφού δεν υπάρχει σάλιο || θα μου δανείσεις τριακόσια ευρώ; -Δεν
υπάρχει σάλιο»·
-
έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, α. κουράστηκα ύστερα από πολύωρη
ομιλία: «εμένα έγινε το σάλιο μου γιαούρτι να τον συμβουλεύω κι αυτός μπαινάκης
βγαινάκης». β. δίψασα πάρα πολύ, ύστερα από πολύωρη χειρωνακτική εργασία
ή πορεία, ιδίως κάτω από τον ήλιο: «μετά από δέκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο κάτω
απ’ τον ήλιο, ήρθε κι έγινε το σάλιο μου γιαούρτι». Από το ότι λόγω δίψας (μετά
από σωματική καταπόνηση, αφυδάτωση ή μεγάλη σε διάρκεια συνεχόμενη ομιλία) το
σάλιο πολλών ανθρώπων γίνεται πηχτό και κάτασπρο, όπως είναι και το γιαούρτι,
και πολλές φορές μάλιστα ξεχωρίζει στις άκρες των χειλιών τους·
- είναι κολλημένο με σάλιο (κάτι), είναι κάτι πολύ πρόχειρα
κολλημένο: «προς το παρόν μη βάζεις τίποτα στο ράφι, γιατί είναι κολλημένο με
σάλιο»·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. φρ. θα σε πηδήξω χωρίς
σάλιο·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, θα σου επιβάλλω άγρια τη
σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά,
παραδειγματικά:«αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς
σάλιο»·
-
θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και
κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- καταπίνω το σάλιο μου, δεν ξέρω τι να πω από την αμηχανία
που νιώθω: «μόλις του ζήτησα δανεικά κι άνοιξε το ταμείο του και μου τα ’δωσε,
κατάπια το σάλιο μου»·
-
κόλλησε το σάλιο μου, βλ. φρ. στέγνωσε το σάλιο μου·
- κολλώ με σάλιο (κάτι), κολλώ πολύ πρόχειρα κάτι: «φώναξα
το μάστορα να μου κολλήσει το ράφι της βιβλιοθήκης, αλλά, φαίνεται, το κόλλησε
με σάλιο, γιατί, μόλις έβαλα πάλι τα βιβλία στη θέση τους, ξεκόλλησε»·
-
λέω σάλια, λέω ψέματα: «σταμάτα να λες σάλια, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς
έγιναν τα πράγματα»·
-
μας γέμισε σάλια ή με γέμισε σάλια, μας είπε ένα σωρό ψέματα:
«μας γέμισε σάλια μέχρι να μας πάρει τα λεφτά κι ύστερα εξαφανίστηκε». Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. φρ. μας
πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, μου
προξένησε μεγάλη ζημιά: «με πήδηξε χωρίς σάλιο ο μεταφορέας, γιατί δεν ήρθε
στην ώρα του να φορτώσει το εμπόρευμα κι ο πελάτης μου ακύρωσε την παραγγελία».
Από την εικόνα του ατόμου που υπέστη τη σεξουαλική πράξη από πίσω, χωρίς να του
βάλουν σάλιο στον πρωκτό του για να γλιστράει το πέος και να μετριάζεται ο
πόνος του. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ.
συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
-
μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς
σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί),
βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! μην επιμένεις περισσότερο, πάψε
να μιλάς, γιατί δεν πρόκειται να με πείσεις: «έχω προσωπική γνώμη για το πώς
έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου!»·
-
μύξες σάλια! βλ. λ. μύξα·
-
πλένομαι με σάλιο, λέγεται στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη έλλειψη
νερού: «αν δε ρίξει πολλές βροχές το χειμώνα, εμείς οι Αθηναίοι το καλοκαίρι θα
πλενόμαστε με σάλιο». Ίσως αναφορά στη γάτα, που φροντίζει την καθαριότητα του
κορμιού της με το σάλιο της·
-
στέγνωσε το σάλιο μου, δίψασα υπερβολικά: «φέρε μου να πιω λίγο νερό,
γιατί στέγνωσε το σάλιο μου τόσες ώρες κάτω απ’ τον ήλιο»· βλ. και φρ. έγινε
το σάλιο μου γιαούρτι ·
-
του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. φρ. του
τρέχουν τα σάλια·
-
του τρέχουν τα σάλια ή τρέχουν τα σάλια του, επιθυμεί έντονα να
αποκτήσει, να απολαύσει κάτι ή να γευτεί κάποιο φαγητό: «τρέχουν τα σάλια του,
κάθε φορά που βλέπει αυτό τ’ αυτοκίνητο || κάθε φορά που βλέπει την τάδε να
περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, του τρέχουν τα σάλια || όταν ακούει να γίνεται
λόγος για λαγό στιφάδο, τρέχουν τα σάλια του»·
-
τρώμε τα σάλια μας, είμαστε πολύ συνδεδεμένοι, πολύ αγαπημένοι, πολύ
φίλοι: «με τον τάδε τρώμε τα σάλια μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια». Από το ότι
θα πρέπει να αγαπάμε πάρα πολύ κάποιον για να μη νιώθουμε αηδία από τα σάλια
του.