αποφασισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. παθ. παρακ. του ρ. αποφασίζω], αποφασισμένος·
- τον
έχουν αποφασισμένο, βλ.
φρ. τον έχουν αποφασίσει, λ. αποφασίζω.
αποφασισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. παθ. παρακ. του ρ. αποφασίζω], αποφασισμένος·
- τον
έχουν αποφασισμένο, βλ.
φρ. τον έχουν αποφασίσει, λ. αποφασίζω.