σακάκι, το, ουσ. [<σάκος + κατάλ. -άκι], το σακάκι·
- σηκώνει το σακάκι ή το σηκώνει το σακάκι, (στη
νεοαργκό για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι πούστης: «το
περίμενες από οικογενειάρχη άνθρωπο να σηκώνει το σακάκι του!». Συνών. κουνάει
την αχλαδιά / σηκώνει το καπάκι.