Σάββατο κ.
Σαββάτο, το, ουσ. [<μτγν. Σάββατον <εβρ. schabbath (= γιορτή, αργία)], το Σάββατο·
-
αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο, βλ. λ. δουλειά·
-
είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο
Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να
πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
-
πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. λ. τούρλα·
- Σάββατο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες
ώρες, από το ότι
μετά το Σάββατο είναι η Κυριακή,που είναι μέρα αργίας για τους εργαζομένους
και, παλιότερα, το Σάββατο ήταν μέρα πληρωμής για πολλούς εργαζομένους, που
πληρώνονταν με τη βδομάδα. Πρβλ.: το Σαββατοκύριακο ω! ω! ω! το Σαββατοκύριακο
κουτσά στραβά περνά, τη Δευτέρα μάστορα μπατίρηδες ξανά (Λαϊκό τραγούδι)·
-
στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. λ. τούρλα·
- στον πυρετό του Σαββάτου, βλ. λ. πυρετός·
-
τα Σάββατα, κάθε Σάββατο, όλα τα Σάββατα: «τα Σάββατα μαζευόμαστε όλα τα
φιλαράκια στο γνωστό μας μπαράκι και τα πίνουμε μέχρι αργά»·
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. μήνας·
- το Σάββατο των ψυχών, βλ. λ. ψυχή·
-
του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. χρόνος.