σάβανο, το, ουσ. [<μτγν. σάβανον, σημιτ. αρχής], το σάβανο·
-
τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα του
πλουτισμού, αφού, πεθαίνοντας, δεν παίρνει κανείς τίποτα μαζί του από το συσσωρευμένο
πλούτο: «άσε, καημένε, την οικονομία και γλέντα τη ζωή σου, γιατί τα σάβανα δεν
έχουν τσέπες».