ρυθμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ῥυθμός], ο ρυθμός·
- δουλεύει
με ρυθμό χελώνας ή δουλεύει σε ρυθμό χελώνας, βλ. λ. χελώνα·
- σε
ρυθμό χελώνας, βλ. λ. χελώνα·
- κρατώ
το ρυθμό, βοηθώ κάποιον ή κάποιους να μη χάνουν την αρμονία του μουσικού
κομματιού που παίζουν: «καθώς αυτοί έπαιζαν, εγώ χτυπούσα ρυθμικά το πόδι μου
κάτω και κρατούσα το ρυθμό»·
- χορεύω
στους ρυθμούς των ρίχτερ, βλ. λ. ρίχτερ.