ρουλεμάν,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. roulemant], το ρουλεμάν·
- έκανε
αλλαγή ρουλεμάν, (ειρωνικά για γυναίκα) έκανε πλαστική εγχείρηση: «απ’ τη
μέρα που έκανε αλλαγή ρουλεμάν, άρχισε να ’χει πάλι επιτυχίες στους άντρες».
ρουλεμάν,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. roulemant], το ρουλεμάν·
- έκανε
αλλαγή ρουλεμάν, (ειρωνικά για γυναίκα) έκανε πλαστική εγχείρηση: «απ’ τη
μέρα που έκανε αλλαγή ρουλεμάν, άρχισε να ’χει πάλι επιτυχίες στους άντρες».