αποτυχία,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀποτυχία], η αποτυχία·
- παταγώδης
αποτυχία, πολύ μεγάλη, ολοκληρωτική αποτυχία: «οι υποψήφιοι στο μάθημα των
μαθηματικών είχαν παταγώδη αποτυχία»·
- πάω
από αποτυχία σε αποτυχία, έχω συνεχείς αποτυχίες: «κάποιος θα πρέπει να μ’ έχει
ματιάσει, γιατί τον τελευταίο καιρό πάω από αποτυχία σε αποτυχία»·
- σημειώνω
αποτυχία, δεν έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα μια προσπάθειά μου, αποτυχαίνω στο
στόχο μου, στο σκοπό μου: «η συγκέντρωση του κόμματος σημείωσε αποτυχία».