ρολόι
κ. ρολόγι,
το, ουσ. [<ρολόγι], το ρολόι· το ταξίμετρο: «για πες μου, πόσα έγραψε το
ρολόι να σε πληρώσω;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δουλεύει
ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) δουλεύει χωρίς προβλήματα και πολύ
ικανοποιητικά: «το εργοστάσιό του δουλεύει ρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: τεκέ,
βρε, που σκαρώσανε που δούλευε ρολόι και πήγαινε και φούμερνε όλο το
σκυλολόι). β. (για μηχανήματα) που βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και
δουλεύει χωρίς προβλήματα: «έκανα σέρβις στ’ αυτοκίνητό μου κι η μηχανή του
δουλεύει ρολόι»·
- δουλεύουν
μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι
μηχανές, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που δουλεύει ή από κάποιον που είναι
τεμπέλης, όταν γίνεται αναφορά πάνω σε δουλειά·
- είμαι
σαν ξεκούρντιστο ρολόι, η δραστηριότητά μου ή η αντίληψή μου, παρουσιάζει
κενά για διάφορους λόγους: «ό,τι και να μου λες τώρα, έχω τέτοια νύστα, που
είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι»·
- έσπασε
όλα τα ρολόγια, (ιδίως για δρομέα ταχύτητας) έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα,
κατέρριψε όλα τα ρεκόρ: «έκανε τέτοια κούρσα ο αθλητής μας, που έσπασε όλα τα
ρολόγια»·
- η
δουλειά πάει ρολόι, βλ. λ. δουλειά·
- με
το ρολόι, α. έκφραση με την οποία επισημαίνουμε σε κάποιον ότι
έχουμε υπολογίσει επακριβώς το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε: «το
ταξίδι μας είχε διάρκεια τρεις ώρες με το ρολόι || άργησες είκοσι λεπτά με το
ρολόι». β. έκφραση με την οποία προσδιορίζουμε σε κάποιον την ακριβή
ώρα: «η ώρα είναι εφτά με το ρολόι || θα ’ρθω στο σπίτι σου στις δέκα με το
ρολόι»·
- οι
δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. λ. δείκτης·
- όλα
δουλεύουν ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) τα πάντα εξελίσσονται
κανονικά, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες και πολύ ικανοποιητικά: «υπάρχει τέτοια
εργασιακή σχέση ανάμεσα στην εργοδοσία και τους εργάτες, που στο εργοστάσιο όλα
δουλεύουν ρολόι». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και
δουλεύει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα: «σ’ ένα τόσο ακριβό αυτοκίνητο όλα
δουλεύουν ρολόι»·
-όλα
πάνε ρολόι, (γενικά) τα πάντα στη ζωή μου εξελίσσονται με κανονικό, με
ικανοποιητικό ρυθμό και χωρίς καθόλου προβλήματα ή δυσκολίες: «είμαι πολύ
ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου, γιατί όλα πάνε ρολόι»· βλ. και φρ. όλα
δουλεύουν ρολόι·
-
πάει ρολόι, βλ.
φρ. δουλεύει ρολόι·
- πάει
σαν ξεκούρντιστο ρολόι, δεν περπατάει σταθερά, έχει περίεργο βηματισμό:
«κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει σαν ξεκούρντιστο ρολόι». Από την
εικόνα του ξεκούρντιστου ρολογιού, που, επειδή δουλεύει προβληματικά, δε μας
δείχνει τη σωστή ώρα·
-
συγχρόνισαν τα ρολόγια τους, συντόνισαν
απόλυτα τις ενέργειές τους για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «μετά το θάνατο του
πατέρα τους, τα δυο αδέρφια συγχρόνισαν τα ρολόγια τους και ανέλαβαν τη
διεύθυνση του εργοστασίου».