ροκ, η,
το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. rock (and roll / rock ’n’ roll)]. 1. είδος μουσικής σε έντονους
ρυθμούς και ο χορός που χορεύεται με αυτή τη μουσική: «ο βασιλιάς της ροκ ήταν
ο Έλβις Πρίσλεϊ». 2. (σε θέση επιρρ. ή επιθ.) ό,τι χαρακτηρίζεται από
σκληρότητα, από αντισυμβατικότητα, ιδιορρυθμία, ένταση και, κατ’ επέκταση, ό,τι
μας φαίνεται αλλοπρόσαλλο, αντιφατικό: «πήγε να μου τη βγει ροκ, αλλά δεν ήξερε
σε ποιον μιλάει || αφού είναι ροκ ο άνθρωπος, γιατί συνεχίζεις και του
μπαίνεις;»·
- ροκ
καταστάσεις, βλ. φρ. σκηνές ροκ·
- σκηνές
ροκ, λέγεται για επεισοδιακές καταστάσεις ή γεγονότα που διεξάγονται στη
διάρκεια καβγά, φασαρίας: «είμαι τόσο εκνευρισμένος, που αν δε με πληρώσει και
τούτη τη φορά, θα δείτε να ζωντανεύουν σκηνές ροκ».