ρόζος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ὄζος, με παρετυμολ. επίδραση του ουσ. ρίζα], ο ρόζος. 1. (στη
γλώσσα της αργκό) η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός, η σούφρα, εξού και οι βρισιές: της
μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) ο ρόζος. Από τη σχηματική
ομοιότητα του πρωκτού, που υποτίθεται πως έχει με το ρόζο που συναντάμε στο
ξύλο. 2. στον πλ. οι ρόζοι, σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα
της παλάμης και στα δάχτυλα, ιδίως από σκληρή χειρωνακτική εργασία: «απ’ το πρωί
σκάλιζε τον κήπο του και κοντά στο μεσημέρι τα χέρια του ήταν γεμάτα ρόζους»·
- δεν
υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- έχει
ρόζο στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «δε
θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί έχει ρόζο στο μυαλό». Συνών. έχει
κάλο στο μυαλό / έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει
πριονίδια στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει σκατά στο μυαλό / έχει
στόκο στο μυαλό·
- η
παλάμη του έχει βγάλει ρόζο ή η παλάμη του έχει βγάλει ρόζους, βλ.
συνηθέστ. η παλάμη του έχει βγάλει κάλο, λ. κάλος.