ρόδινος,
-η, -ο, επίθ. [<αρχ.
ῥόδινος], ρόδινος· που προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, αισιοδοξίας: «βέβαια η
κατάσταση δεν είναι ρόδινη, αλλά δεν είναι και για να τα βάψουμε μαύρα»·
- τα
βλέπω (όλα) ρόδινα, είμαι πολύ αισιόδοξος: «οι άλλοι έχουν έντονη ανησυχία
για το τι θα γίνει μ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση κι αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα».
(Λαϊκό τραγούδι: πρέζα όταν πιεις, ρε, θα ευφρανθείς κι όλα μες τον κόσμο ρόδινα
θε να τα δεις).