ρίχτερ,
το, άκλ. ουσ.
[<αγγλ. Richter, από το όν. του Αμερικανού
σεισμολόγου Charles F. Richter], το ρίχτερ·
-
χορεύω στους ρυθμούς των ρίχτερ, ταρακουνιέμαι
από σεισμικές δονήσεις: «κοντά στα ξημερώματα, όλη η περιοχή χόρεψε στους
ρυθμούς των ρίχτερ».