ρίξιμο,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. ρίχνω + κατάλ. -ιμο], ό,τι ρίχνει κανείς με μια κίνηση, η
ριξιά και, κατ’ επέκταση, η βολή, ο πυροβολισμός: «το κάθε ρίξιμο των ζαριών
του ήταν εξάρες || στο δεύτερο ρίξιμο πέτυχα το στόχο μου». 2. η αδικία σε
βάρος κάποιου, ιδίως σε συναλλαγή ή σε διαπραγμάτευση, η εξαπάτηση, η ριξιά:
«μην του ’χεις καμιά εμπιστοσύνη, γιατί το μυαλό του το ’χει συνέχεια στο
ρίξιμο». 3. το γκρέμισμα, ιδίως τοίχου ή παλιού σπιτιού: «το ρίξιμο
αυτού του σπιτιού είναι απαραίτητο, γιατί πρέπει να περάσει από δω ο καινούριος
δρόμος». 4. λέγεται σε περίπτωση που κάποιος καταφέρνει να πείσει
κάποιον άλλον, ιδίως γυναίκα, να υποκύψει στους σκοπούς του, στις επιθυμίες
του, να κάνει ό,τι αυτός θελήσει: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί είναι μάνα στο
ρίξιμο και θα ξεγελαστείς χωρίς να το καταλάβεις». 5. λέγεται στην
περίπτωση που δεν πάμε στο ραντεβού που έχουμε με κάποιον, που τον αφήνουμε
μάταια να περιμένει, το στήσιμο: «από σένα δεν περίμενα τέτοιο ρίξιμο!»·
- το
ρίξιμο του παιδιού, η έκτρωση: «το ρίξιμο του παιδιού κρίθηκε απαραίτητο
απ’ τους γιατρούς, γιατί υπήρχε σοβαρό πρόβλημα στην εγκυμοσύνη της»·
- το
ρίξιμο των χαρτιών, η χαρτομαντεία: «όλες οι τσιγγάνες είναι μάνα στο
ρίξιμο των χαρτιών».