ριζικό,
το, ουσ.
[<μσν. ριζικόν, ουδ. του επιθ. ριζικός], η μοίρα, η τύχη, το πεπρωμένο:
«ανάλογα με το ριζικό που έχει ο καθένας, δημιουργεί και τη ζωή του». (Λαϊκό
τραγούδι: μια και ξέρω χίλια ξόρκια και τα μαγικά, θα σου πω τι λεν οι
μοίρες και τα ριζικά)·
- αν
έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, βλ. λ. τύχη·
- κακό
ριζικό, κακή μοίρα, κακή τύχη: «είναι δουλευταράς άνθρωπος, αλλά φταίει το
κακό το ριζικό του, που δεν πρόκοψε στη ζωή του»·
- καλό
ριζικό, καλή μοίρα, καλή τύχη: «αν έχεις καλό ριζικό, μ’ ό,τι κι αν
καταπιαστείς στη ζωή σου, πετυχαίνεις»·
- μαύρο
ριζικό, κακή μοίρα, κακή τύχη. (Λαϊκό τραγούδι: να κάτσουμε σε μια γωνιά
και να τα πούμε οι δυο μας, ποιος είν’ αυτός που έφτιαξε το μαύρο ριζικό μας)·
- μου
έγραψε το ριζικό μου ή μου το ’γραψε το ριζικό μου, βλ. φρ. το ’χει
το ριζικό μου·
- να
’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- στραβό
ριζικό, βλ. φρ. μαύρο ριζικό·
- το
γράφει το ριζικό μου, βλ. λ. το ’χει το ριζικό μου·
το ’χει
το ριζικό μου, είναι η τύχη μου, το πεπρωμένο μου. Λέγεται συνήθως για
κακό: «το ’χει το ριζικό μου να μην μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά».