αποτέλεσμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἀποτέλεσμα], το αποτέλεσμα· συνήθ. στον πληθ. τα αποτελέσματα,
οι συνέπειες: «έφυγες απ’ τη δουλειά και να τ’ αποτελέσματά σου! Δεν έχεις
λεφτά ούτε για τα τσιγάρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά σε μένα έβγαλες τα
μπατιρήματά σου, να φύγεις τώρα και θα δωτ’ αποτελέσματά σου)·
- αποτέλεσμα
μηδέν, λέγεται για ενέργεια, για προσπάθεια, που δεν έχει την αναμενόμενη,
την επιθυμητή κατάληξη: «προσπάθησα πάρα πολύ να φέρω αυτό το παιδί στον ίσιο
δρόμο, αλλά αποτέλεσμα μηδέν»·
- δίχως
αποτέλεσμα, βλ. φρ. χωρίς αποτέλεσμα·
-
είχε ως αποτέλεσμα, είχε
ως συνέπεια: «η κακή του διαγωγή είχε ως αποτέλεσμα να τον διώξουν απ’ τη
δουλειά του»·
- και
ποιο το αποτέλεσμα; έκφραση απογοήτευσης για ενέργεια, για προσπάθεια που
δεν είχε την αναμενόμενη, την επιθυμητή κατάληξη: «πέσαμε όλοι οι φίλοι του
απάνω του, προσπαθώντας να τον πείσουμε να μην κάνει αυτή τη δουλειά, και ποιο
το αποτέλεσμα; Την έκανε και καταστράφηκε»·
- καλά
αποτελέσματα! ευχή σε μαθητές, σε σπουδαστές και γενικά σε διαγωνιζόμενους,
να έχει την επιθυμητή κατάληξη η προσπάθειά τους, ή ευχή σε κάποιον, που
περιμένει τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων που έκανε, να είναι ευνοϊκά·
- το
αποτέλεσμα μετράει, α. σημασία έχει η ευτυχής κατάληξη κάποιας
προσπάθειάς μας: «δεν πειράζει που κουράστηκες, γιατί το αποτέλεσμα μετράει,
αφού από δω και πέρα θα είσαι κι εσύ ένας γιατρός» Πρβλ.: DHI, το αποτέλεσμα
μετράει (Διαφημιστικό σλόγκαν ιατρικού κέντρου εμφυτεύσεως μαλλιών). β.
λέγεται και με αρνητική διάθεση: «τι να το κάνω που σκοτώνεσαι στη δουλειά, βρε
αγόρι μου, αφού το αποτέλεσμα μετράει κι εσύ απ’ ό,τι ξέρω δεν έχεις να
φορέσεις δεύτερο παντελόνι!».
- χωρίς
αποτέλεσμα, άδικα, μάταια, τζάμπα: «διάβασε όλο το καλοκαίρι για τις
εξετάσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο».