ρίζα,
η, ουσ.
[<αρχ. ῥίζα], η ρίζα. 1. οτιδήποτε αποτελεί την πρώτη αρχή, την
αφορμή, την αφετηρία για την εκδήλωση ενός φαινομένου, μια κατάστασης ή
γεγονότος: «οι ρίζες του πολιτισμού μας χάνονται στα βάθη των αιώνων || η ρίζα
του κακού για όλη αυτή την κακοδαιμονία σου είναι το πιοτό». 2. η
προέλευση, η καταγωγή, το γένος: «κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η ρίζα του».
3. (στη γλώσσα της αργκό) το χασισόδεντρο, η χασισιά: «τον έπιασαν,
γιατί μέσα στις καλαμποκιές καλλιεργούσε πάνω από εκατό ρίζες». Υποκορ. ριζίτσα
και ριζούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- απλώνω
τις ρίζες μου, επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι: «η επανάσταση άπλωσε τις ρίζες
της στην επαρχία || τα ναρκωτικά άπλωσαν τις ρίζες τους και στο χώρο των
σχολείων»·
- βγάζω
ρίζες, α. περιμένω στο ραντεβού που έχω με κάποιον πολύ περισσότερο
από την προκαθορισμένη ώρα: «είχαμε ραντεβού στις εφτά, αλλά έβγαλα ρίζες να
τον περιμένω κι αυτός δεν ήρθε». β. μένω σε κάποιον χώρο πολύ
περισσότερο από το κανονικό: «πέρασε απ’ το γραφείο μου να μου πει μια καλημέρα
κι έβγαλε ρίζες»·
- γαμώ
τη ρίζα μου! ή γαμώ τη ρίζα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή
εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «γαμώ τη
ρίζα μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ
τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ
τη ρίζα σου! ή γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη ρίζα! ή
σου γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον
κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε από δω,
γαμώ τη ρίζα σου, γιατί δεν αντέχω άλλο τη μουρμούρα σου! || κλείσε, γαμώ τη
ρίζα σου, αυτό το κωλόστομά σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ.
πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για
συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ.
γαμώ·
- θα
σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω τα χέρια απ’ τη ρίζα, βλ. λ. χέρι·
- ρίζα
από σαπρόφυτο, βλ. λ. σαπρόφυτο·
- ρίχνω
ρίζες (κάπου), α. μένω σε κάποιον χώρο πολύ περισσότερο από το
κανονικό: «ήρθε το πρωί να μου πει μια καλημέρα, κι έριξε ρίζες». β.
εγκαθίσταμαι κάπου μόνιμα: «ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη κι επειδή του
άρεσε η πόλη έριξε ρίζες»·
- του
γαμώ τη ρίζα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον
συνάντησε τυχαία στο δρόμο και του γάμησε τη ρίζα μπροστά στον κόσμο». β.
τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις του
’βρισε ο άλλος τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του ο δικός σου και του γάμησε τη
ρίζα || μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τη ρίζα». γ.
εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ.
γαμώ·
- τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- χτυπώ
το κακό στη ρίζα του, βλ. φρ. χτυπώ στη ρίζα του (κάτι)·
-
χτυπώ στη ρίζα του (κάτι), χτυπώ
σε καίριο σημείο κάτι, ιδίως κακό, για να το καταστρέψω, αντιμετωπίζω κάτι,
ιδίως κακό, με δυναμικό και αποφασιστικό τρόπο, για να το εξαφανίσω: «για να
χτυπήσεις τα ναρκωτικά στη ρίζα τους, θα πρέπει πρώτα να εξαφανίσεις τους
μεγαλέμπορους των ναρκωτικών».