ρημαδιό,
το, ουσ.
[<ρημάδι + κατάλ. -ιό], το σύνολο των ερειπίων ή των κατεστραμμένων
πραγμάτων σε ένα χώρο. (Λαϊκό τραγούδι: ρημαδιό ζωή και σπίτι
απ’ τα χούγια σου αλήτη που μετράς το αντριλίκι με βρισιές)·
- γίνομαι
ρημαδιό, καταστρέφομαι οικονομικά ή φθείρομαι ψυχικά: «έγινε ρημαδιό ο
άνθρωπος, απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του»·
- τα
κάνω όλα ρημαδιό, α. καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως
κλειστό: «ήταν τόσο εξαγριωμένος, που τα ’κανε όλα ρημαδιό μέσα στο μαγαζί».
(Λαϊκό τραγούδι: κάν’ τε πέρα να περάσω, κάν’ τε πέρα να διαβώ, μην τα κάνω
όλα λίμπα, μην τα κάνω ρημαδιό). β. (γενικά) καταστρέφω: «μια
ζωή αγώνες και για ένα σου πείσμα τα ’κανες όλα ρημαδιό».