ρημάδι,
το, ουσ.
[<μσν. ρημάδι <ἐρημάδιν]. 1. σπίτι ή άλλο κτίσμα που έχει φθαρεί
από το χρόνο ή την εγκατάλειψη, το ερείπιο: «είχε καιρό να πάει στο χωριό και
το πατρικό του κατάντησε ρημάδι». (Λαϊκό τραγούδι: σε τούτο το παλιόσπιτο,
σε τούτο το ρημάδι, θάψαμε την αγάπη μας ένα Σαββάτο βράδυ). 2.
άνθρωπος που έχει καταστρέψει τη ζωή του και ζει μόνος: «διέλυσε το σπίτι του
για μια πιτσιρίκα και τώρα απόμεινε ρημάδι». (Λαϊκό τραγούδι: πικρές
αναμνήσεις μαζί μου θα πάρω, στα ξένα που θα ’μαι ρημάδι θα ζω). 3.
καθετί που είναι άχρηστο, ιδίως γιατί είναι παλιό, φθαρμένο, με προβληματική
λειτουργία: «τι το θέλεις και το κρατάς ακόμη αυτό το ρημάδι και δεν αγοράζεις
καινούριο ποδήλατο; || αφού είναι προβληματικό αυτό το ρημάδι, γιατί δεν το πας
για απόσυρση ν’ αγοράσεις ένα άλλο αυτοκίνητο;». 4. καθετί που μας είναι
ενοχλητικό ή που μας προκαλεί εκνευρισμό: «μάζεψε αυτά τα ρημάδια σου για να
περνάμε πιο εύκολα!» δηλ. μάζεψε τα πόδια σου «κλείσε, επιτέλους, αυτό το
ρημάδι για να κοιμηθούμε κομμάτι!», δηλ. το ραδιόφωνο, το στόμα σου. 4. (ως
επίθ.) χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσαρέσκειας, δυσφορίας,
αγανάκτησης: «αν δε μου λείπανε αυτά τα ρημάδια τα λεφτά, θα έκανα θαύματα! ||
έχω συνέχεια προβλήματα μ’ αυτό το ρημάδι τ’ αυτοκίνητό μου!». (Λαϊκό τραγούδι:
πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’ το πρωί ως το βράδυ, κλειστά
παραθυρόφυλλα το δάκρυ στα ματόφυλλα και τ’ όνειρο ρημάδι)·
- γίνομαι
ρημάδι, καταστρέφομαι οικονομικά ή φθείρομαι ψυχικά: «μετά το θάνατο του
πατέρα του, έγινε ρημάδι»·
- κλείσ’
το το ρημάδι! (ενν. το στόμα), απειλητική έκφραση σε κάποιον που μιλάει
πολύ, να πάψει να μιλάει, βούλωσ’ το·
- τα
κάνω ρημάδι ή τα κάνω ρημάδια, γκρεμίζω, καταστρέφω τα πάντα .
(Λαϊκό τραγούδι: κι αν τα νιάτα μας τα κάναμε ρημάδια και με πόνο τα
ποτήρια μας ρουφάμ’ σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ)·
- το
’καψε το ρημάδι, α. (στη νεοαργκό) μέθυσε πάρα πολύ από υπερβολική
κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικού και έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας,
και δεν ξέρει τι του γίνεται: «τον είδα πάλι στο μπαράκι και το ’καψε το ρημάδι
όπως και χτες || πες του να πάψει να σνιφάρει, γιατί το ’καψε το ρημάδι». β.
έχει διανοητικά προβλήματα, δε στέκει καλά στα μυαλά του: «μην παίρνεις στα
σοβαρά ατά που σου λέει, γιατί το ’καψε το ρημάδι». Αυτό που υποτίθεται πως
κάηκε είναι το μυαλό, ο εγκέφαλος. Συνών. έκαψε φλάντζα / κάηκαν τα καλώδια
/ κάηκε η ασφάλεια / κάηκε η λάμπα.