ρεύμα,
το, ουσ.
[<αρχ. ῥεῦμα], το ρεύμα. 1α. η ηλεκτρική ενέργεια, συνήθως για
οικιακή χρήση: «δεν πλήρωσα το λογαριασμό και μου κόψανε το ρεύμα». β.
κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο λογαριασμός που αντιστοιχεί στην κατανάλωση του
ρεύματος: «έχω ρεύμα εκατό ευρώ». 2. η δυνατή πνοή αέρα που
δημιουργείται σε ένα κλειστό χώρο, όταν υπάρξουν δυο ανοίγματα συγχρόνως σε εκ
διαμέτρου αντίθετες θέσεις: «μην κάθεσαι ανάμεσα στην πόρτα και στο παράθυρο,
γιατί, έτσι όπως είναι ανοιχτά, γίνεται ρεύμα και μπορεί να κρυολογήσεις». 3.
πλήθος ανθρώπων ή οχημάτων που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: «όταν μπήκε
στο ρεύμα του δρόμου, υποχρεώθηκε να πάει κι αυτός μπροστά, γιατί δεν μπορούσε
να γυρίσει προς τα πίσω». 4. ομαδική τάση προς την ίδια πολιτική,
αισθητική, καλλιτεχνική κ.λπ. κατεύθυνση: «το τάδε κόμμα έχει πολύ ρεύμα τον
τελευταίο καιρό»·
- ακολουθώ
το ρεύμα της εποχής, βλ. φρ. πάω με το ρεύμα της εποχής·
- κλείσ’
το, γιατί γίνεται ρεύμα (ενν. το στόμα σου), (ειρωνικά) μη μιλάς, πάψε να
μιλάς άλλο. Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ρε παιδάκι μου·
- πάω
αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής, ακολουθώ αντίθετη γραμμή από την ομαδική
τάση προς την ίδια πολιτική, αισθητική, καλλιτεχνική κ.λπ. κατεύθυνση: «επειδή
είναι παλαιών αρχών, πάει αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής || ένας έξυπνος
άνθρωπος δεν πάει ποτέ αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής»·
- πάω
με το ρεύμα της εποχής, ακολουθώ την ομαδική τάση προς την ίδια πολιτική,
αισθητική, καλλιτεχνική κ.λπ. κατεύθυνση: «αφού οι περισσότεροι υποστηρίζουν το
τάδε κόμμα, πάω κι εγώ με το ρεύμα της εποχής || είναι μοντέρνος άνθρωπος και πάει
με το ρεύμα της εποχής»·
- το
ρεύμα της εποχής, η ομαδική τάση προς την ίδια πολιτική, αισθητική,
καλλιτεχνική κ.λπ. κατεύθυνση: «το ρεύμα της εποχής είναι υπέρ του τάδε
κόμματος || το ρεύμα της εποχής θέλει πολύχρωμα ρούχα»·
- τον
τίναξε το ρεύμα, έπαθε ηλεκτροπληξία: «παραλίγο να μείνει στον τόπο, γιατί,
καθώς μαστόρευε στον ηλεκτρικό πίνακα του σπιτιού του, τον τίναξε το ηλεκτρικό
ρεύμα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ηλεκτρικό·
- τον
χτύπησε το ρεύμα, βλ. φρ. τον τίναξε το ρεύμα.