ρετσινιά,
η, ουσ.
[<ρετσίνι + κατάλ. -ιά], δυσφήμιση που δεν μπορεί εύκολα να απαλειφθεί:
«αφού έχεις τη ρετσινιά του καταχραστή, κάνουν πάρα πολύ καλά που κανείς δε
θέλει να σε πάρει στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πενικιλίνες, αφροδίσια
και χάπια και φαρμακεία τυραννάνε τη ζωή της, μα η ρετσινιά που φέρνει
τ’ όνομά της θα μείνει πάντα αγιάτρευτη πληγή της).Από το ότι η
ρετσινιάήταν παλιότερα δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη,
που, όταν κολλούσε στο σώμα, δεν ξεκολλούσε εύκολα, αλλά και όταν ξεκολλούσε,
άφηνε σημάδι στο μέρος εκείνο που ήταν κολλημένο·
- μου
βγαίνει η ρετσινιά, μου προσάπτουν μια κακιά ιδιότητα ή έξη, με δυσφημούν:
«όποιος μου ’βγαλε τη ρετσινιά πως είμαι πρεζάκιας, θα τον σακατέψω στο ξύλο»·
- μου
μένει η ρετσινιά, δεν μπορώ να εξαλείψω κάποια δυσφήμιση που μου έγινε:
«μου ’μεινε η ρετσινιά του καταχραστή και δεν μπορώ να πιάσω πουθενά δουλειά»·
- του
βγάζω τη ρετσινιά, βλ. συνηθέστ. του κολλώ τη ρετσινιά·
- του
κολλώ τη ρετσινιά, του προσάπτω μια κακιά ιδιότητα ή έξη, τον δυσφημώ: «απ’
τη μέρα που του κόλλησαν τη ρετσινιά του πρεζάκια, δε θέλει κανένας απ’ την
παρέα του να του κάνει συντροφιά».