ρέστα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του επιθ. ρέστος], τα χρήματα που μας επιστρέφουν, όταν αυτά που δώσαμε
για να εξοφλήσουμε κάποιο λογαριασμό είναι περισσότερα: «πλήρωσα το λογαριασμό
και τα ρέστα τ’ άφησα πουρμπουάρ στο γκαρσόνι». (Λαϊκό τραγούδι: μου δίνεις
κατοστάρικο τα ρέστα να σου δώσω κι εγώ σου λέω μυστικά: «θέλω να σ’
ανταμώσω»)·
- γυρεύει
και ρέστα ή γυρεύει και τα ρέστα ή γυρεύει και ρέστα από πάνω ή
γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. φρ. ζητάει και ρέστα. (Λαϊκό
τραγούδι: σαν θα περνώ τις γειτονιές να κάνουν όλες φιέστα. Να λεν το λόγο
δεν κρατώ και να γυρεύουν ρέστα)·
- δίνω
ρέστα, εντυπωσιάζω, φτάνω στο ανώτερο σημείο των επιδόσεών μου, αποδίδω το
μέγιστο αποτέλεσμα, και, κατ’ επέκταση, συγκεντρώνω την προσοχή της ομήγυρης:
«χτες στη συνέλευση έδωσες ρέστα με την παρέμβασή σου και τους τάπωσες όλους ||
όπου και να την πάω, δίνει ρέστα αυτή η γυναίκα, γι’ αυτό και χαίρομαι να κυκλοφορώ
μαζί της»· βλ. και φρ. δίνω τα ρέστα μου·
- δίνω
τα ρέστα μου, α. (για πρόσωπα και πράγματα) εντυπωσιάζομαι στο
έπακρο και ποθώ να το αποκτήσω: «γι’ αυτή τη γυναίκα δίνω τα ρέστα μου, γιατί
είναι πολύ σεξουλιάρα || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο δίνω τα ρέστα μου». β.
(για πρόσωπα) θαυμάζω, υπολογίζω κάποιον στο έπακρο: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο
δίνω τα ρέστα μου, γιατί είναι πολύ καλός συγγραφέας». Από την ορολογία του
χαρτοπαιγνίου· βλ. και φρ. τα ρέστα μου·
-
ζητάει και ρέστα ή
ζητάει και τα ρέστα ή ζητάει και ρέστα από πάνω ή ζητάει και
τα ρέστα από πάνω, εμφανίζεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος, ενώ στην
πραγματικότητα είναι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που
χάσαμε τη δουλειά, ζητάει και τα ρέστα από πάνω!». (Λαϊκό τραγούδι: ζητάς
και ρέστα, δεν το πιστεύω, εγώ δεν έπαψα στιγμή να σε λατρεύω)·
- θέλει
και ρέστα ή θέλει και τα ρέστα ή θέλει και ρέστα από πάνω ή θέλει
και τα ρέστα από πάνω, βλ. φρ. ζητάει και ρέστα·
- και
τα ρέστα, α. και τα λοιπά: «φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και τα ρέστα». β.
και τα υπόλοιπα: «πήρα τα βιβλία μου, τα ρούχα μου και τα ρέστα κι έφυγα απ’ το
σπίτι για να ζήσω μόνος μου». Χαρακτηριστική έκφραση του Χαρίλαου Φλωράκη·
- και
τα ρέστα δικά σου ή και τα ρέστα παγωτά, (στη νεοαργκό) α. έκφραση
που λέγεται συνήθως σε όσους μας κάνουν θελήματα ή στα μικρά παιδιά που τα
στέλνουμε να μας αγοράσουν κάτι και τους υποσχόμαστε ότι θα κρατήσουν τα ρέστα
για λιχουδιές. β. ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δηλώνει την
περιφρόνησή μας γι’ αυτά που λέει ή κάνει, και που γενικά τον υποτιμά: «τι μας
λέει το άτομο τόση ώρα, άντε ρε, κάνε μια τούμπα να συνέλθεις και τα ρέστα
παγωτά». (Τραγούδι: κοίτα ρε που μου ’σκασε γαμπρός σκανταλιάρης και
πρωθυπουργός κι άντε ρε που θα… και θα… μετά μάζεφ’ τη μαγκιά σου, τα μισά μισά
δικά σου και τα ρέστα παγωτά).Από την εικόνα του
ατόμου που στέλνει κάποιο μικρό παιδί να του αγοράσει κάτι, και του τάζει τα
ρέστα·
- παίζω
τα ρέστα μου, ποντάρω όσα χρήματα έχω μπροστά μου, όσα χρήματα μου έχουν
μείνει: «πάνω στον άσο παίζω τα ρέστα μου»· βλ. και φρ. δίνω τα ρέστα μου·
- παίρνω
και τα ρέστα του, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) του κερδίζω και τα
τελευταία του χρήματα: «ήταν τόσο γκαντέμης, που του πήρα και τα ρέστα του».
(Λαϊκό τραγούδι: μου πήραν και τα ρέστα μου, μα εγώ την είχα στήσει,
η τύχη η γκρινιάρα μου μήπως ξαναγυρίσει!)·
- τα
ρέστα μου, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ποντάρω το υπόλοιπο των χρημάτων
μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τα ρέστα μου, μόνο και μόνο για να δω αν
μπλοφάρεις».