απόσταση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπόστασις], η απόσταση· το μήκος της διαδρομής που διανύει κάποιος
για να πάει από ένα σημείο σε κάποιο άλλο: «η απόσταση ανάμεσα στην Αθήνα και
τη Θεσσαλονίκη είναι περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- από
απόσταση, από μακριά: «δε μ’ άκουγε, γιατί τον φώναζα από απόσταση»·
- απόσταση
ασφαλείας, το τοπικό διάστημα που αφήνει κάποιος, ιδίως για την αποτροπή
σύγκρουσης: «όταν οδηγώ, κρατώ πάντα μια απόσταση ασφαλείας απ’ το
προπορευόμενο αυτοκίνητο»·
- αφήνω
απόσταση, βλ. φρ. κρατώ απόσταση·
-
βρίσκομαι σε απόσταση βολής, βλ. λ. βολή2·
-
κρατώ απόσταση, κρατώ
μια διαφορά, αφήνω ένα διάστημα, ιδίως από προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους
ασφάλειας: «όταν οδηγώ, κρατώ πάντα απόσταση απ’ το προπορευόμενο αυτοκίνητο
για λόγους ασφαλείας»·
- κρατώ
απόσταση (από κάτι), κρατώ στάση ουδετερότητας: «όταν δε μ’ ενδιαφέρει
κάτι, κρατώ απόσταση»·
- κρατώ
ίσες αποστάσεις, δεν υποστηρίζω κανένα από δυο άτομα ή από δυο ομάδες
ατόμων που έχουν κάποια διαφορά ή διένεξη: «όταν μαλώνουν τα δυο αδέρφια, κρατώ
ίσες αποστάσεις»·
- κρατώ
σε απόσταση, βλ. φρ. κρατώ τις αποστάσεις·
-
κρατώ τις αποστάσεις, διατηρώ
τυπικές σχέσεις με κάποιον χωρίς να επιτρέπω οικειότητες, είμαι προσεκτικός,
επιφυλακτικός: «όταν δεν ξέρω καλά κάποιον, κρατώ τις αποστάσεις»·
- με
τρώνε οι αποστάσεις, διαθέτω πολλή ώρα, γιατί διανύω μεγάλες αποστάσεις
κατά τις καθημερινές μου μετακινήσεις: «πρέπει να βρω ένα σπίτι πιο κοντά στη
δουλειά μου, γιατί με τρώνε οι αποστάσεις»·
- παίρνω
απόσταση (από κάτι), βλ. φρ. κρατώ απόσταση (από κάτι)·
-
παίρνω ίσες αποστάσεις, βλ.
φρ. κρατώ ίσες αποστάσεις·
- σε
απόσταση αναπνοής, α. (ιδίως για αγώνα ταχύτητας δρόμου) από
πίσω και πάρα πολύ κοντά στον προπορευόμενο: «ο δεύτερος δρομέας βρίσκεται πίσω
από τον πρώτο σε απόσταση αναπνοής». β. (γενικά) πάρα πολύ κοντά: «ο
τάδε βουλευτής προηγείται σε ψήφους στο νομό μας, αλλά και ο δείνα βουλευτής
τον ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής»·
- τον
(το), είδα εξ αποστάσεως, από μακριά: «τον είδα εξ αποστάσεως και δεν
μπόρεσα να του μιλήσω || δεν ξεχώρισα τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητό του, γιατί το
είδα εξ αποστάσεως»·
- τον
έχω σε απόσταση, βλ. φρ. τον κρατώ σε απόσταση·
- τον
έχω σε απόσταση βολής, βλ. λ. βολή2·
- τον
κρατώ σε απόσταση,
δεν του επιτρέπω οικειότητες: «είναι πολύ άγαρμπος άνθρωπος, γι αυτό τον κρατώ
σε απόσταση»·
- τον
ξέρω εξ αποστάσεως, τον γνωρίζω εξ όψεως, από μακριά, χωρίς να έχουμε
προσωπική γνωριμία: «δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον
ξέρω εξ αποστάσεως».