αποσπόντα, επίρρ. [<από + σπόντα]. 1.
έμμεσα, πλάγια, με τρόπο, με υπαινιγμούς: «μιλούσε σκληρά και τσεκουράτα και
όχι αποσπόντα». 2. παρεμπιπτόντως, τυχαία. (Λαϊκό τραγούδι: φύσα Βαρδάρι
μου ως τη Ροτόντα, ζω δίχως όνειρα και αποσπόντα)· βλ. και λ. σπόντα·
- μου
την έφερε αποσπόντα, μου έκανε κακό με πλάγιο τρόπο, ύπουλα: «επειδή δεν
μπορούσε να μ’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο, μου την έφερε αποσπόντα»·
- μου
το ’πε αποσπόντα, βλ. συνηθέστ. μου το ’φερε αποσπόντα·
- μου
το ’ριξε αποσπόντα, βλ. φρ. μου το ’φερε αποσπόντα. (Λαϊκό τραγούδι:
ξανά το παραμύθι σου το ρίχνεις αποσπόντα· παράτησε τα πονηρά, ρε
μάγκα, Παμεινώντα)·
- μου
το ’φερε αποσπόντα, μου το είπε έμμεσα, πλάγια, με τρόπο, με υπαινιγμούς:
«κι εκεί που μιλούσαμε, μου το ’φερε αποσπόντα να του δώσω δανεικά, αλλά εγώ
έκανα πως δεν κατάλαβα».