ρεζίλι,
το, ουσ.
[<τουρκ. rezil], η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα, το ρεζιλίκι:
«τέτοιο ρεζίλι πρώτη φορά είδα σε άνθρωπο»·
- έγινε
ρεζίλι, γελοιοποιήθηκε, εξευτελίστηκε, ντροπιάστηκε, ρεζιλεύτηκε: «έγινε
τόσο ρεζίλι με τις βλακείες που είπε, που δεν έχει πια μούτρα να πατήσει στο
στέκι μας». (Λαϊκό τραγούδι: πατέρα, κάτσε φρόνιμα, μη γίνεσαι ρεζίλι,
τα νιάτα θέλουν έρωτα κι οι γέροι χαμομήλι)·
- έγινε
ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. φρ. έγινε ρεζίλι των σκυλιών·
- έγινε
ρεζίλι των σκυλιών, καταγελοιοποιήθηκε, καταξεφτιλίστηκε, καταντροπιάστηκε:
«εξαφανίστηκε από προσώπου γης, γιατί έγινε ρεζίλι των σκυλιών»·
- και
παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, λέγεται στην περίπτωση που
γενικά πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο: «όλα στραβά μου πάνε τον τελευταίο
τον καιρό κι απ’ ό,τι βλέπω και παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι»·
- κάνω
ρεζίλι (κάποιον ή κάτι) γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ντροπιάζω κάποιον ή κάτι:
«δεν μπορείς να κάνεις ρεζίλι τον καθένα με το παραμικρό || σου απαγορεύω να
κάνεις ρεζίλι τις ιδέες μου». (Λαϊκό τραγούδι: σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι στον
Πασά και το Βεζίρη, σκύλα μαυροφορεμένη, την καρδιά μ’ έχεις καμένη)·
- κάνω
ρεζίλι της κοινωνίας (κάποιον), βλ. φρ. κάνω ρεζίλι των σκυλιών·
- κάνω
ρεζίλι των σκυλιών (κάποιον), καταγελοιοποιώ, καταξεφτιλίζω, καταντροπιάζω
κάποιον ή κάτι: «με την κακή σου διαγωγή έκανες την οικογένειά σου ρεζίλι των
σκυλιών || ανέλυσε στους παρευρισκομένους τη φασιστική ιδεολογία και την έκανε
ρεζίλι των σκυλιών»·
- τον
έκανε ρεζίλι, τον γελοιοποίησε, τον εξευτέλισε, τον ντρόπιασε: «όταν έμαθε
ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και τον
έκανε ρεζίλι»·
- τον
έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. φρ. τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών·
- τον
έκανε ρεζίλι των σκυλιών, τον καταγελοιοποίησε, τον καταξεφτίλισε, τον
καταντρόπιασε: «όταν έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κάρφωσε στην αστυνομία, τον
έπιασε μέσα στο καφενείο και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών».