ρέγκα
κ. ρέγγα, η, ουσ.
[<βενετ. renga], είδος ψαριού· γυναίκα αδύνατη και άσχημη: «πώς εσύ, ένα
τέτοιο ομορφόπαιδο, κυκλοφορείς μ’ αυτή τη ρέγκα; || για να τρέχουν έτσι οι
άντρες πίσω απ’ αυτή τη ρέγκα, πάει να πει πως έχει κλινικές αρετές». Λέγεται
και για άντρα·
- είναι
(για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι ρέγκες, βρίσκεται
σε τόσο άθλια οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση, που κατάντησε να το λυπούνται
και οι πιο ασήμαντοι: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για να τον
κλαίν’ κι οι ρέγκες || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι για να τον κλαίνε οι
ρέγκες». Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι κότες.