ράχη,
η, ουσ.
[<αρχ. ῥάχις], η ράχη. 1. το πίσω μέρος του καθίσματος όπου
ακουμπάμε: «έγειρε στη ράχη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε». 2. η κυρτή
έξω επιφάνεια της παλάμης, η ανάποδη: «του ’δωσε μια με τη ράχη της παλάμης του
και τον ξάπλωσε κάτω». 3. η κορυφογραμμή: «μόλις περάσουμε τη ράχη του
βουνού, μας μένει μισή ώρα πορεία για το χωριό». Πρβλ. στον Ψαρών την
ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλικάρια / και
στην κόμη στεφάνι φορεί / γινομένα από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην
έρημη γη (Διονύσιος Σολωμός)· βλ. και λ. πλάτη. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έφαγε
η ράχη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η πλάτη του χώμα, λ. πλάτη·
- μου
κάθισε στη ράχη ή μου στάθηκε στη ράχη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου
κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- έχει
κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει
πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει
κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει
πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- πήγε
το φαΐ στη ράχη μου, βλ. λ. φαΐ·
- το
παίρνω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. το παίρνω στην πλάτη μου, λ.
πλάτη·
- τον
βάζω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον βάζω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον
έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. τον έφερα με την πλάτη στον
τοίχο, λ. πλάτη·
- τον
έχω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. τον έχω στην πλάτη μου, λ. πλάτη··
- τον
ρίχνω ράχη, βλ.
συνηθέστ. τον ρίχνω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον
τρώει η ράχη του, βλ. συνηθέστ. τον τρώει η πλάτη του, λ. πλάτη·
- του
γυρίζω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του
γυρίζω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου και
φεύγω, λ. πλάτη·
- του
γυρίζω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω τις πλάτες μου
και φεύγω, λ. πλάτη·
- του
δείχνω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του
δείχνω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου και
φεύγω, λ. πλάτη·
- του
δείχνω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τις πλάτες μου
και φεύγω, λ. πλάτη.