ράφτης,
ο, πλ. ράφτες
κ. ράφτηδες κ. ραφτάδες, οι, ουσ. [<μσν. ράφτης <μτγν.
ράπτης], ο ράφτης·
- ο
ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, ο καθένας αρχίζει τις ενέργειές
του, έχοντας ως γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον: «μην πιστεύεις που σου λέει
πως ενδιαφέρεται μόνο για το δικό σου καλό, γιατί ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα,
τη δική του βγάζει πρώτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών.
ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει.