ραπανάκι
κ. ρεπανάκι,
το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ραπάνι], φυτό που η κόκκινη σφαιρική ρίζα του
τρώγεται ως ορεκτικό ή σαλάτα·
- τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε:
«έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου τράκαρε, και τώρα βλέπει τις
ρίζες απ’ τα ραπανάκια». Από το ότι η ρίζα του ραπανιού προχωράει σε βάθος μέσα
στη γη. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τα ραδίκια
ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια·
- ψωμί
δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·